Η ΚΑΠΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΑΠΟΛΗ ΣΕΡΡΩΝ
(Άρθρο του Απόστολου Στερ. Μελισσά προς δημοσίευση)
ΓΕΝΙΚΑ
Στα πολύ παλιά χρόνια, μέχρι και το τέλος του 1800 τα κύρια αγροτικά προϊόντα που καταγράφονται στην περιοχή του χωριού μας και απέδιδαν φόρους στους κρατούντες (Οθωμανούς) ήταν το σιτάρι, η βρώμη, το κριθάρι, το κεχρί, ο βίκος και τα φυτά ύφανσης λινάρι και βαμβάκι. Η παραγωγή βαμβακιού μέχρι και το 1890 ήταν η σημαντικότερη παραγωγή της περιοχής και απέδιδε τα μέγιστα στους χωρικούς. Στα τέλη του 19ου αιώνα η καλλιέργεια και το εμπόριο του βάμβακος μειώνεται βαθμιαία και στις αρχές του 20ου αιώνα σήμανε η ώρα του καπνού. Όλα τα χωριά ανατολικά των Σερρών μέχρι την περιοχή Παγγαίου παραμέρισαν κατά μέρος κάθε άλλη καλλιέργεια και επιδόθηκαν σχεδόν στην μονοκαλλιέργεια του καπνού. Ιδιαίτερα στην περιοχή μας ο καπνός αποτέλεσε την κύρια πρόσοδο και οικονομική πηγή κάθε αγροτικής οικογένειας. Η καπνοκαλλιέργεια ήταν για πάρα πολλά χρόνια η κύρια ασχολία των κατοίκων της Πεντάπολης και των άλλων Νταρνακοχωριών. Ακόμα και η κατασκευή των σπιτιών ακολουθούσε τις ανάγκες για την επεξεργασία και αποθήκευση των καπνών.
Μετά το 1912 – 13 όταν τα απελευθερωθέντα εδάφη εντάχθηκαν στον εθνικό κορμό, στη Μακεδονία και στη Θράκη ο καπνός αποτελεί ιδιαίτερη προσοδοφόρα καλλιέργεια και αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η κύρια ποικιλία που καλλιεργούνταν ήταν η αρωματική ανατολικού τύπου «μπασμάς» ή αλλιώς «ο βασιλιάς των καπνών». Η ποικιλία αυτή παράγονταν σε πολύ αντίξοες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και αποτελούσε τη μοναδική πηγή εισοδήματος στα καπνοχώρια και έδινε τις πιο υψηλές οικονομικές αποδοχές την εποχή εκείνη ανά καλλιεργούμενη έκταση από όλες τις υπόλοιπες καλλιέργειες. Η καπνοκαλλιέργεια ήταν μια εργασία πολύ απαιτητική σε χρόνο, μεγάλους κόπους αλλά και εργατικά χέρια.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΠΝΟΣΠΟΡΕΙΟΥ Η «ΧΑΣΛΑΜΑΔΩΝ»
Η διαδικασία της προετοιμασίας άρχιζε από τον χειμώνα. Από το τέλος του Γενάρη ξεκινούσε η προετοιμασία του «χασλαμότοπου». Σε πολύ καλά προετοιμασμένο χωράφι, με όργωμα, κόπρισμα, σκαλίσματα, καθάρισμα, και ψιλοχωμάτισμα ανοίγονταν τα «σανίδια ή τζιάκια». Ο σπόρος συνήθως είχε μαζευτεί από επιλεγμένο χωράφι το καλοκαίρι από «τρανές παπόσκεις» η οποίες αφού στέγνωναν στον ήλιο έβγαζαν τον μικροσκοπικό τους σπόρο. Ακολουθούσε η συγκέντρωση και η συντήρηση του εξοπλισμού. Πρώτη δουλειά ο καθαρισμός και το άνοιγμα της «μπάρας» και των αυλακιών του νερού. Τα «σκαλστήρια και τις τζουγκράνες» τις φούσκωναν στο νερό για να σφίξουν στα στειλιάρια. Τα «γκιούμια» μι τα «σουρβούτσια» κι τα «πουτσναρούδια» έπρεπε να μην είναι τρύπια και να ετοιμαστεί ο «γκίλντιρους» για να μην πατούν με τα ποδάρια. Την κοπριά αφού την είχαν κάνει από πριν μερικές φορές«ντέβιρ» έπρεπε να κοσκινιστεί και να μεταφερθεί στον χασλαμότοπο. Όλα ήταν έτοιμα γύρω στα μέσα του Φλεβάρη για την σπορά του «χασλαμά». Ανακάτευαν τον μικροσκοπικό σπόρο με στάχτη και τον σκόρπιζαν στα «σανίδια» με πολλή τέχνη για να έχουν τη σωστή πυκνότητα. Πατούσαν ομοιόμορφα το σπαρμένο έδαφος με τα πόδια ή τον «γκίλντιρο» για να ενσωματωθεί ο σπόρος με το χώμα και τον σκέπαζαν με καλοχωνεμένη κοπριά. Από εδώ και πέρα άρχιζαν τα συχνά ποτίσματα μέχρι να φυτρώσουν τα φυτά. Κάθε μέρα από τα χαράματα και ξανά το απόγευμα στους «χασλαμάδες» να γεμίσουν «ντ’ μπάρα» με νερό, να ποτίσουν και να ξεβοτανίσουν από τα αγριόχορτα. Ζόρικη δουλειά αλλά και με πολύ τσουκνίδα και φαγούρα. Μέχρι να μεγαλώσουν τα φυτά «ο χασλαμάς» και να είναι έτοιμα για μεταφύτευση στο χωράφι, το ίδιο «βιολί» κάθε μέρα. Παράλληλα με την προετοιμασία των φυτών γινόταν και η προετοιμασία των χωραφιών. Τα καπνοχώραφα από το φθινόπωρο ακόμα έπρεπε να προετοιμάζονται με κατάλληλες εργασίες ανάλογα με το τι είχαν καλλιεργηθεί πριν για να είναι έτοιμα να φυτευτεί ο καπνός. Στα παλαιότερα χρόνια η καλλιέργεια γινόταν με τη βοήθεια κυρίως των βοδιών. Κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστο δυο βόδια. Τα παλιότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν το ξύλινο αλέτρι με σιδερένιο υνί, μετά ήρθε το σιδερένιο αλέτρι με δύο υνιά που το τραβούσαν τα γαϊδούρια, τα μουλάρια, τα άλογα, ενώ αργότερα επικράτησαν οι γεωργικές μηχανές και τα τρακτέρ.
Η ΕΠΟΧΗ ΦΥΤΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΠΝΟΥ Η « ΟΥ ΚΙΡΟΣ ΤΣ΄ ΦΥΤΕΙΑΣ»
Προς το τέλος Απριλίου τα φυτά «ο χασλαμάς» είταν έτοιμος για μεταφύτευση. Ήταν ο καιρός της φυτείας και τα πάντα ήταν έτοιμα. Ολόκληρη η οικογένεια σε επιστράτευση, δεν περίσσευε κανένας. Το δημοτικό σχολείο την περίοδο αυτήν έκλεινε διότι τα παιδιά τα έπαιρναν οι γονείς στο χωράφι για να βοηθήσουν, έπρεπε να «ρίχνουν χασλαμά» στ΄ αυλάκια για να τον φυτεύουν οι μεγάλοι. Τα ζώα είχαν πεταλωθεί, τα χαμούτια ήταν έτοιμα, τα καδιά σφιγμένα κι η «μπόμπα απάν στου κάρου». Τα κοφίνια για τον χασλαμά, οι «τυφτήρεις ή μπασκιά» και τα σκαλιστήρια φουσκωμένα στο νερό για να μη ξεσφίγγουν. Τα γκιούμια έτοιμα με τα πουτσνάρια, ο «μπούκλος» γεμάτος νερό και ο «τουρβάς» γεμάτος με όλα τα καλούδια. Και τι δεν είχε μέσα. Ψωμί, ελιές, σκόρδα, κρεμμύδια, ζάχαρη, αλάτι, ξύδι, κανένα αγγούρι, η γιαουρτούδι ξυνούτσκου κι πολλά «χλιάρια». Και τι δεν ετοίμαζαν για φαί με αυτά τα υλικά. «Αρμούδα» θέλετε, «σερμπέτι» θέλετε, «ματάνι» θέλετε, τα προτιμάται με «μπουκώματα» ή «όδι έτσι» σκέτο ζουμί. Όλα ορεκτικά και δροσερά όταν τα τρως νηστικός, κουρασμένος και κάτω από τον καυτό ήλιο στο χωράφι. Μερικοί για να το «απολαύσουν» το τραγουδούσαν: ” Η πιο καλή δουλειά, να βγάζεις χασλαμά, αρμούδα να ρουφάς, τριβόλια να πατάς, κι ως ψηλά να μπδάς “.
Από πολύ πρωί όλοι οι οικογένεια είναι στο χασλαμότοπο. Ποτίζουν, βγάζουν τα φυτά και τα τοποθετούν στα κοφίνια για να τα μεταφέρουν νωρίς στο χωράφι και να ξεκινήσουν το φύτεμα. Από βραδύς όμως έπρεπε να έχουν μεταφέρει στο χωράφι νερό και να είναι γεμάτα τα βαρέλια για το πότισμα των φυτών. Κάθε άτομο είχε το πόστο του. Ένας μετέφερε με τα ζώα νερό, άλλος άνοιγε αυλάκια με το σκαλιστήρι, τα παιδιά έριχναν στην σειρά μέσα στο αυλάκι τα φυτά, ένας φύτευε και άλλος πότιζε. Αυτό το πήγαινε έλα όλη την ημέρα, κουβαλώντας το νερό από κάποιο πηγάδι ή πηγή ή στέρνα ή παπαφίγκο αργότερα, που είχαν κατασκευαστεί από την κοινότητα, ήταν μαρτύριο. Έπρεπε να φυτευτούν και να ποτιστούν όλα τα φυτά που είχαν βγάλει και μετά να φύγουν από το χωράφι. Αυτό γινόταν κάθε μέρα μέχρι τέλος περίπου Μάιου που τελείωνε η φυτεία. Αργά τα απογεύματα γέμιζαν όλοι οι δρόμοι του χωριού με ζώα, ανθρώπους και κάρα που επέστρεφαν από τα χωράφια. Η κούραση και η ταλαιπωρία ήταν χαραγμένα στα πρόσωπα και στο σώμα τους. Το φύτεμα του καπνού στο χωράφι είναι μια διαδικασία που απαιτεί πολύ κόπο και πολλά εργατικά χέρια. Έτσι όταν έφτανε η τελευταία ημέρα της καπνοφυτείας έπρεπε να το γιορτάσουν με τον δικό τους τρόπο. Αφού μάζευαν και καθάριζαν όλα τα εργαλεία που είχαν χρησιμοποιήσει, γυρνούσαν τα καδιά, κι τα βαρέλια ανάποδα και «έριχναν τ΄ μπόμπα στον τράφο» ή την ανασήκωναν από τη μια μεριά επάνω στο κάρο για να χυθεί το νερό που είχε τυχών περισσέψει.
Και του χρόνου να είμαστε καλά ευχόταν. Είχαν «κ(ί)ρτσμα» σήμερα όπως έλεγαν. Παρασκεύαζαν συνήθως χαλβά σιμιγδαλένιο και τον έτρωγαν στο χωράφι.
ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ – «ΣΚΑΛΙΣΜΑ – ΓΙΟΜΟΥΣΜΑ»
Τώρα για μερικές ημέρες ξεκουράζονταν τα σκαλιστήρια και τα ζώα, γιατί οι άνθρωποι που τέτοια πολυτέλεια. Όλες τις δουλειές του σπιτιού έπρεπε να τις προλάβουν. Σε λίγες ημέρες και πάλι πρωί – πρωί με τα σκαλιστήρια στον ώμο, το «μπουκλούδι» κι τον τουρβά παραμάσχαλα ολόκληρος ο ταϊφάς στο χωράφι για σκάλισμα. Ότι αγριόχορτο ή ζιζάνιο είχε φυτρώσει ανάμεσα στα καπνόφυτα έπρεπε να κοπεί. Τελειώνοντας το σκάλισμα, σε μερικές ημέρες έπρεπε να ξαναγυρίσουν στα καπνοχώραφα και τώρα τραβώντας το χώμα από τα αυλάκια προς τα φυτά να τα γεμίζουν γύρω – γύρω για να είναι καλύτερα στερεωμένα στο έδαφος καθώς θα αναπτύσσονται και πιο γρήγορα. Από τα μέσα Ιουνίου άρχιζαν και τα αλώνια. Τα σπαρτά ήταν έτοιμα για θέρισμα και αλώνισμα. Ξανά όλο το χωριό ξεχύνονταν στον κάμπο και κάτω από τον καυτό ήλιο έδινε την μάχη τις επιβίωσης. Όπως έλεγαν τότε, δεν είχες χρόνο ούτε για να ξυθείς.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ ΚΑΠΝΟΥ – «ΣΠΑΣΙΜΟ»
Μέχρι τέλος του μήνα τελείωναν και τα αλώνια και σε μια δυο εβδομάδες ανάλογα και με τον καιρό τα καπνά ήταν έτοιμα για την επόμενο στάδιο που ήταν η συγκομιδή τους η καλύτερα ο καιρός του «σπάσιμου». Στο διάστημα αυτό έπρεπε να μπαλωθούν κι να πλυθούν τα «καπνιάρκα» ρούχα, να ζυμώσουν, να φουρνίσουν, να καθαρίσουν την αυλή , να ετοιμάσουν τα ξύλα και τους «μουσιαμάδες» για τις «σκάλες» και τα «αραμπούδια», να καρφώσουν ξύλα στα ντουβάρια, να ετοιμάσουν τα «σαρίκια» και να καθαρίσουν την «χαγιάτα» και το αχούρι. Μετά έπρεπε να στερεώσουν τα «αμπαρλούκια», και να φέρουν τις βελόνες, τους «τσιλιέδεις» τα «δεσίδια», τις «κούτσες», να ξεβουλώσουν την ασετιλίνη να σφίξουν με σύρμα τα κοφίνια, να κρεμάσουν του φανάρι για τα φαγητά κι να «γιουμώσουν τσ΄ στρουσούδεις μι σανό». Ένα «κούπου δλές», όπως συνήθιζαν να λένε. Οι λίγες ημέρες που απέμειναν ήταν για ξεκούραση. Ήταν ο καιρός της αλλαγής. Όχι του ΠΑΣΟΚ, αλλά του αέρα τους όπως έλεγαν. Πολύ παλιά, πήγαινα για μια εβδομάδα στο βουνό για αλλαγή. Ανέβαιναν με τα «γαδαρούδια» ή στο Άγιο Πρόδρομο ή στο Άγιο Πνεύμα ή στην «Μούχλιανη» και εκεί στρατοπέδευαν. Τα μετέπειτα χρόνια ήρθε ο καιρός της «Ντούζλας». Πως και πως περιμέναμε τις μέρες αυτές. Άλλοι με τα κάρα φορτωμένα με όλο το νοικοκυριό και άλλοι πιο σύγχρονοι με το φορτηγό πήγαιναν στην θάλασσα της Τούζλας και έστηναν κατά μήκος της παραλίας τα «τσαντήρια» για να παραθερίσουν. Και τι δεν κουβαλούσαν για τις λίγες μέρες. Λάδια, ξύδια, πιπέρια, αλάτια, γκάζια και γκαζιέρες, τχάνια κι τζιτζιρέδεις, στρωσίδια και οπωσδήποτε την «νιφτήρα». Χιλιόμετρα αντίσκηνα στημένα στη σειρά, παιδιά και μεγάλοι στην αμμουδιά και στην θάλασσα. Ξένοιαστες και χαρούμενες στιγμές. Έξι έως οχτώ ημέρες το πολύ. Έτσι όμως κι έφτανε η φήμη ότι ο τάδε στο χωριό άρχισε να σπάζει, την επομένη όλοι οι Πενταπολιώτες σε χρόνο ρεκόρ είχαν ξηλώσει τα αντίσκηνα και ξεκινούσαν σαν καραβάνι για το χωριό.
Από βραδύς ετοίμαζαν τα κοφίνια, τα καπνιάρκα ρούχα, τον τουρβά με όλα τα καλά, τον μπούκολο και την ασετιλίνη. Γύρω στις μιάμιση μέχρι τις δυόμιση ξημερώματα όλοι ήταν στο πόδι και άρχιζαν να ξεκινούν τα πρώτα κάρα για το χωράφι. Πανζουρλισμός από τον ήχο που έκανα οι ξύλινες ρόδες με τα σιδερένια στεφάνια των κάρων και τα πέταλα των αλόγων στα πέτρινα καλντερίμια του χωριού. Μέσα στην νύχτα γέμιζε όλος ο κάμπος του χωριού από τα φώτα της ασετιλίνης. Λες και τα αστέρια κατέβαιναν στη γη για να φωτίσουν με την λάμψη τους, τους ακούραστους αγρότες.
«ΣΠΑΣΙΜΟ»
Φορούσαν μακριά ρούχα με μανίκια για προστασία όλου του σώματος από την ενοχλητική «μιλούρα» που κάλυπτε τα φύλλα καπνού και κολλούσε σαν πίσσα ή λέρα επάνω στα ρούχα και στα χέρια. Κάθε λίγο τα δάχτυλα γέμιζαν από την λέρα αυτή και τα έτριβαν με χώμα για να ξεκολλήσουν. Τα φύλλα καπνού που έπρεπε να σπάσουμε έπρεπε να είναι μόνο τα γινωμένα. Συνήθως τέσσερα – πέντε φύλλα ξεκινώντας από τη ρίζα προς τα πάνω και τα ονόμαζαν χέρια. Αυτά ξεχώριζαν από το πιο απαλό πρασινοκίτρινο χρώμα τους. Τα πατόφυλλα πρώτα χέρια ή «ντύπια», δεύτερα χέρια, μέχρι και τέταρτα ή τελευταία τα «ούτσια». Ξεκινώντας από την άκρη της αυλακιάς, σκυμμένοι μέσα στις καπνόριζες σπάζουν τα πρώτα φύλλα του καπνού, και τα συγκεντρώνουν μέσα στα κοφίνια τα οποία μέχρι να γεμίσουν καλά με «κομούλα» τα μεταφέρουν μέσα στις αυλακιές. Γεμίζουν το πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο κοφίνι και βάλε μέχρι να μαζευτεί η ποσότητα που είχαν αποφασίσει για κάθε μέρα. Κάθε δυο κοφίνια έκαναν ένα «φωρτιό». Ο ρυθμός ήταν πολύ γρήγορος, δεν σήκωναν κεφάλι γιατί έπρεπε να μαζευτούν όσο πιο πολλά φύλλα, και να καθαρίσουν όσο πιο πολλά φυτά καπνού πριν να ανατείλει ο ήλιος. Συνήθως με την ανατολή του ήλιου και μετά ο καπνός άρχιζε να μαραίνεται και να δυσκολεύει στο μάζεμα. Εάν ο καιρός ήταν συννεφιασμένος έμειναν στο χωράφι περισσότερο. Όταν τελείωναν φόρτωναν τα κοφίνια στα γαϊδούρια, στα κάρα ή στις πλατφόρμες και έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. Οι παλιοί ήταν συνηθισμένοι και με την κούραση που είχαν περπατούσαν και κάμποσα χιλιόμετρα αφού τα ζώα ήταν φορτωμένα. Αφού τα μετέφεραν και τα ξεφόρτωναν στην χαγιάτα πρώτο μέλημα ήταν το καθάρισμα των χεριών από το στρώμα νικοτίνης που είχαν. Δύσκολη διαδικασία ακόμη και οδυνηρή. Απαιτούσε σκληρό τρίψιμο των χεριών με απορρυπαντικό και στάχτη ή άμμο.
«ΜΠΟΥΡΛΙΑΣΜΑ»
Πολλές φορές επειδή ο καπνός μαραίνονταν από τον ήλιο και εξαιτίας της «μιλούρας» που είχε, έβρεχαν με νερό τα κοφίνια για να διατηρούνται τα φύλλα «ντίντσκα» δροσερά και φρέσκα. Αμέσως άρχιζαν το «μπούρλιασμα» ή το πέρασμα ή βελόνιασμα των φύλλων καπνού. Στρώνοντας τις «στρουσούδες» κατά γης αρχίζουν την δουλειά. Φύλλο – φύλο, ματσάκια ολόκληρα, τρυπάνε τα φύλλα στις μεγάλες σιδερένιες βελόνες και τις γεμίζουν. Ώρες ατελείωτες χωρίς να σηκωθούν μπουρλιάζουν ασταμάτητα και με σβελτάδα μέχρι να τελειώσουν τα χιλιάδες φύλλα καπνού που μάζεψαν. Πολλές φορές από την κούραση, τους έπαιρνε ο ύπνος όπως μπούρλιαζαν και αντί να βελονιάσουν τα φύλλα τρυπούσαν τα δάχτυλά τους και ξύπναγαν απότομα. Ήταν κάτι το συνηθισμένο αυτό και ούτε που το έδιναν σημασία. Η εξέλιξη όμως κάποτε έφερε τις καπνοπεραστικές μηχανές και όσοι τις προμηθεύτηκαν απαλλάχτηκαν από τα προβλήματα αυτά. Κάθε τέσσερεις με πέντε γεμάτες βελόνες τις άδειαζαν σε αρμαθιές στο σχοινί το οποίο έδεναν επάνω στο ξύλινο σαρίκι. Αφού γέμιζαν αρκετά τα σηκώνουν από κάτω και τα μετέφεραν έξω τοποθετόντας τα στις σκαλωσιές για να ξηραίνονται κάτω από τον καυτό ήλιο. Σε 10 με 15 ημέρες ήταν έτοιμα για να μαζευτούν τα ξερά καπνά και να «σανταλιαστούν».
«ΣΑΝΤΑΛΙΑΣΜΑ»
Το σαντάλιασμα ήταν μια εργασία που συνήθως γινόταν το πρωί για να είναι μαλακά τα ξερά φύλλα και να μην τρίβονται και καταστρέφονται. Αφού έλυναν τα δεσίδια από τα σαρίκια και τα έβγαζαν, πλησίαζαν με προσοχή τις ξερές αρμαθιές σε εξάδες και αφού τις έδεναν στην μια άκρη, από την άλλη τις περνούσαν στην κούτσα και της ένωναν σχηματίζοντας το σαντάλι. Μετά τα μεταφέρουν με προσοχή ώστε να μην τρίβονται και τα κρεμάνε στο ταβάνι του «μαγαζιού» δηλ. αποθήκης για να αερίζονται.
ΤΑ «ΣΑΡΙΚΙΑ»
Για να αυξήσουν την χωρητικότητα σε σαρίκια της σκαλωσιάς κατασκεύαζαν τα «αραμπούδια» ή βαγόνια που τα έσερναν επάνω σε σιδερένιες ράγες και μπαινοέβγαιναν κάτω από τις σκάλες ανάλογα με τις προθέσεις του καιρού. Οι σκάλες σκεπάζονταν με τα γνωστά πανιά τους «μουσιαμάδες» για να προστατεύονται τα καπνά από την βροχή και δένονταν στην βάση τους με σχοινιά στο σύρμα γύρω – γύρω για να μη τον σηκώνει ο αέρας. Για να επιταχύνουν την ξήρανση των καπνόφυλλων τοποθετούσαν σαρίκια επάνω στα ντουβάρια με προσανατολισμό προς τον ήλιο ή τα «έριχναν» στην σειρά κάτω στο έδαφος. Κάθε μια ή δυο μέρες τα γύρναγαν από κάθε πλευρά για να ξεραθούν ομοιόμορφα. Προσοχή όμως, δεν έπρεπε να βραχούν στο στάδιο αυτό γιατί η ποιότητά τους θα ήταν για πέταμα «ούτε για καψίδια». Έτσι όταν έβλεπαν να πλησιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα μάζευαν όλα κάτω από τις σκάλες και τράβαγαν τα πανιά για να σκεπαστούν. Μόλις πάλι έβγαινε ο ήλιος τα ξανατράβαγαν για να ξεσκεπαστούν. Αυτό γίνονταν μέχρι που κάποια εποχή βγήκαν τα πλαστικά καπνόπανα και απαλλάχτηκαν από το τράβα – τράβα και δένε λύνε σχοινιά. Τι συνέβαινε όμως με τις ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού και ειδικά όταν ήταν Κυριακή και οι Πενταπολιώτες καλοντυμένοι απολάμβαναν τις βόλτες τους τα δροσερά βράδια «επάνω στα Εξοχικά». Μόλις κάποιος αντιλαμβάνονταν έστω και μια ψιχάλα βροχής επικρατούσε πανικός. Φωνάζοντας δυνατά «πιδιά ψχαλίζι, άϊντι γρήγουρα στα σαρίκια». Μέσα σε δευτερόλεπτα όλοι είχαν εξαφανιστεί τρέχοντας για να προλάβουν να μαζέψουν τα σαρίκια και να τα σκεπάσουν τραβώντας τα πανιά.
ΤΟ «ΚΟΡΦΟΚΟΜΑ» ΚΑΙ ΤΑ «ΤΙΤΙΝΟΞΥΛΑ
Καθώς προχωρούσε το σπάσιμο και κατά διαστήματα, όταν τα φυτά αποκτούσαν άνθος στην κορυφή, τις«παπόσκες», γινόταν και το «κορφόκομα». Πιάνοντας της κορυφές ανάμεσα στα δάχτυλα και με τα δύο χέρια της τραβούσαν για να κοπούν. Αυτό διευκόλυνε το μέστωμα των φύλλων, την ελάφρυνσή του φυτού, και το σπάσιμο των τελευταίων φύλλων «στα ούτσια». Συνήθως αυτό ήταν δουλειά των παιδιών. Τα δάχτυλα παρόλο που τα έδεναν με πανιά πληγώνονταν και γέμιζαν φουσκάλες με τα γνωστά επακόλουθα. Έτσι το καπνοσπάσιμο συνεχιζόταν μέχρι και τα μέσα του Σπτέμβρη, όπου παίρνοντας και το τελευταίο χέρι «τα ουτσούδια», ερχόταν και πάλι η τελευταία ημέρα στο χωράφι που την γιόρταζαν και πάλι φτιάχνοντας τον περιβόητο «κίρτσμα». Τα καπνοχώραφα αμέσως τα όργωναν και τα προετοίμαζαν για το Φθινόπωρο, να τα σπείρουν σιτηρά. Τις «γυμνές» και λεπτές πλέον καπνόριζες αφού ξεραίνονταν καλά στο χωράφι τις μάζευαν σε δεμάτια και τις χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο το χειμώνα, για προσάναμμα ή στα καζάνια για το ζέσταμα του νερού. Αυτά ήταν τα γνωστά «τιτινόξυλα». Μέχρι να στεγνώσουν και να σανταλιαστούν και τα τελευταία σαρίκια είχε μπει ο Οκτώβριος. Μέχρι του Αι Δημητρίου είχαν τακτοποίηση όλες τις δουλειές του σπιτιού και ετοιμάζονταν σιγά –σιγά για το επόμενο στάδιο που ήταν το «παστάλιασμα».
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ «ΠΑΣΤΑΛΙΑΣΜΑ»
Καθάριζαν το «μπουντρούμι» το οποίο αν δεν ήταν υγρό έριχναν μέσα λίγο νερό. Εδώ μέσα κατέβαζαν και κρεμούσαν για μερικές ημέρες τα ξερά σαντάλια για να αποκτήσουν την κατάλληλη υγρασία τα ξερά φύλλα καπνού πριν αρχίσουν να τα πασταλιάζουν. Πήγαιναν για ξύλα στο βουνό, ετοίμαζαν κάρβουνα για το μαγκάλι, και τίναζαν τα μπουριά της σόμπας. Τακτοποιούσαν τα «τσιούλια» και τα σχοινιά για το δέσιμο των δεμάτων, την σακοράφα, τις σιδερένιες πήχες για να πατούν τα «παστάλια», τα «ιστήφια» και τα δέματα. Το «σεντούκι» ήταν και αυτό έτοιμο για να κάνουν τα δέματα. Τα πρώτα κρύα έπιαναν και ο Χειμώνας ήταν παρόν. Τα τζάκια και οι σόμπες μπουμπούνιζαν. Η κατάλληλη εποχή και περιβάλλον για το παστάλιασμα. Από πολύ πρωί ξυπνούσαν και πάλι, έβγαζαν ένα ένα τα σαντάλια από το μπουντρούμι κι άρχιζαν το παστάλιασμα. Αυτή η δουλειά ήταν η πιο ξεκούραστη. «Δλιά κάτ΄ απ΄ τ΄ κυραμίδα μη τ΄ φουβάση» έλεγαν. Μαζεμένος όλος ο ταϊφάς στον ζεστό «οντά» παστάλιαζαν όλη την ημέρα και διηγούνταν οι παππούδες ατέλειωτες ιστορίες και παραμύθια από τα περασμένα. Εικόνες και θύμισες αξέχαστες. Πασταλίαζοντας φύλλο – φύλλο τον καπνό ξεχώριζαν τα καλά φύλλα από τα χαλασμένα και τα τελείως άχρηστα τα έκαιγαν βγάζοντας «ντουμάνι» μεγάλο. Η καλή ποιότητα ήταν το «μαξούλι» και τα άλλα η «σαράπα». Συγχρόνως ο πιο έμπειρος καθόταν στο σεντούκι και τοποθετούσε ένα – ένα τα παστάλια μέσα, κάνοντάς τα δέμα. Έπρεπε τα παστάλια που δεν ήταν καλά να τα μοιράσει μέσα στο δέμα με μαεστρία, ώστε όταν περνούσαν και τα έβλεπαν για να τα εκτιμήσουν οι έμποροι, να μην τα ανακαλύπτουν και να τα βαθμολογούν καλύτερα. Μόλις έφταναν στο επιθυμητό ύψος τα πατούσε πιέζοντάς τα με την μακριά πήχη, έβγαζε το δέμα και αφού το έδενε γερά με την σακοράφα και το σχοινί γύρω από το τυλιγμένο «τσιούλι» το μετέφερε στην αποθήκη.
Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ
Η Πεντάπολη και όλα τα Νταρνακοχώρια φημίζονταν για τα καλά «μαξούλια τους και τις καλές τιμές που έπιαναν στην καπνοπούληση. Έτσι περνούσαν οι μέρες, έρχονταν τα «καλήμερα» και γιόρταζαν με χαρά. Το παστάλιασμα κρατούσε μέχρι και τον Γενάρι, ανάλογα με τα χέρια και την ποσότητα. Από εδώ και πέρα άρχιζαν οι «αγορές» των καπνών και όλοι περίμεναν με μεγάλη αγωνία την τιμή που θα έδινε ο έμπορας για να το αγοράσει. Οι διαμεσολαβήσεις, οι μεθοδεύσεις και τα διάφορα τερτίπια, μεταξύ των εμπόρων και των μεσιτών έδιναν και έπαιρναν. Όλοι ήθελαν να αγοράσουν τα καλύτερα μαξούλια με την φθηνότερη τιμή. Οι καπνοπαραγωγοί όμως «καίγονταν» να τα πουλήσουν για να αδειάσει το σπίτι, να ξενοιαστούν και να πληρωθούν, για να καλύψουν τις υποχρεώσεις μιας ολόκληρης χρονιάς. Όταν έπεφτε το χρήμα η χαρά όλης τις οικογένειας ήταν πολύ μεγάλη. «Ο πατέρας έφερνε το μάτσο τα χιλιάρικα στο σπίτι και τα μετρούσαμε από δέκα φορές μην τυχόν και έγινε κάποιο λάθος». Όταν στα Νταρνακοχώρια «έπεφτε» το χρήμα από την καπνοπούληση όλη η αγορά των Σερρών έβλεπε «άσπρες μέρες». Οι Νταρνάκες μερακλήδες και περήφανοι όπως είναι μέχρι και σήμερα κατέβαιναν στα Σέρρας και ψώνιζαν για όλη την οικογένεια τα καλύτερα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αξέχαστες στιγμές μιας άλλης εποχής που πέρασε και προσπαθούμε σήμερα να ξαναθυμηθούμε και να διασώσουμε. Έτσι δημιουργήσαμε αυτήν την ταινία (ντοκιμαντέρ) και συγκεντρώνοντας όλα τα παλιά αντικείμενα και εργαλεία που έχουν σχέση με την καλλιέργεια του καπνού, μέσα σε ένα αναπαλαιωμένο σπίτι, δημιουργήσαμε ένα υπέροχο και πολύ ενδιαφέρον μουσείο.
Το μουσείο καπνού της Πεντάπολης .
- Επισκεφτείτε το και αναπολήστε τον παλιό καιρό.
- Επισκεφτείτε το και γνωρίστε από κοντά την ιστορία του καπνού, μιας δυναμικής καλλιέργειας που αποτέλεσε τον μοχλό ανάπτυξης της περιοχής μας αλλά και τις πατρίδας μας.
- Αξίζει να το δείτε.
Απόστολος Στερ. Μελισσάς